- ημιπληγία
- Πλήρης ομοιόμορφη παράλυση της μιας πλευράς του σώματος (σύστοιχο άνω και κάτω άκρο), που προκαλείται από συμπίεση της εγκεφαλικής ουσίας. Η συμπίεση αυτή μπορεί να οφείλεται σε εγκεφαλική αιμορραγία, θρόμβωση εγκεφαλικών αγγείων, σε όγκους, σε φλεγμονές, σε τραύματα, σε δηλητηρίαση κλπ. Το μέρος του σώματος που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της εγκεφαλικής περιοχής που έχει πάθει βλάβη παραλύει πρόσκαιρα ή μόνιμα (τα νευρικά κύτταρα που έχουν υποστεί σοβαρή βλάβη δεν αναγεννώνται), πλήρως ή μη, ανάλογα με την έκταση και τη βαρύτητα του αιτιολογικού παράγοντα. Συνήθως η πλευρά που έχει παραλύσει είναι αντίθετη από την πλευρά της εγκεφαλικής βλάβης. Η θεραπευτική αγωγή βασίζεται στην αντιμετώπιση του αιτίου που προκάλεσε την η. και στη συνέχεια στην αποκατάσταση και στην πρόληψη των παραμορφώσεων που μπορεί να επακολουθήσουν. Η φυσιοθεραπεία αποδεικνύεται χρήσιμη. Η η. προσβάλλει συχνότερα τους άνδρες.
* * *η (AM ἡμιπληγία)ιατρ. απώλεια τής εκούσιας κινητικότητας στο δεξιό ή στο αριστερό ήμισυ τού σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα βλάβης τής λεγόμενης πυραμιδικής οδού τού κεντρικού νευρικού συστήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημιπληγής. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. hemiplegie και hemiplexie). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Διονύσιο Πύρρο].
Dictionary of Greek. 2013.